Οι οικογένειες σεξουαλικών μειονοτήτων -όπου ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα φύλου των γονέων θεωρείται εκτός των πολιτισμικών, κοινωνικών ή φυσιολογικών προτύπων- είναι εξίσου καλές ή και καλύτερες από τις “παραδοσιακές” οικογένειες με γονείς του αντίθετου φύλου, διαπιστώνει μια συγκεντρωτική ανάλυση των διαθέσιμων ερευνητικών δεδομένων, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης BMJ Global Health.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη των παιδιών, όπως δείχνει η ανάλυση.
Ο αριθμός των παιδιών σε οικογένειες με λεσβίες, γκέι, αμφιφυλόφιλους, τρανσέξουαλ ή ομοφυλόφιλους γονείς έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Όμως, παρά τη μεταστροφή της κοινής γνώμης, η ανατροφή των παιδιών από σεξουαλικές μειονότητες εξακολουθεί να προκαλεί αντιπαραθέσεις και το κατά πόσον ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων επηρεάζει τα οικογενειακά αποτελέσματα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, λένε οι ερευνητές.
Για να διαπιστώσουν αν υπάρχουν διαφορές στα αποτελέσματα μεταξύ των οικογενειών σεξουαλικών μειονοτήτων και των οικογενειών με γονείς διαφορετικού φύλου (στρέιτ), εξέτασαν συστηματικά 34 σχετικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 1989 και Απριλίου 2022 και πραγματοποιήθηκαν σε χώρες όπου οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου αναγνωρίζονταν νομικά.
Οι μελέτες κατηγοριοποιήθηκαν σε 11 κύριες θεματικές ενότητες: ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών, σωματική υγεία, συμπεριφορά ως προς τον ρόλο του φύλου, ταυτότητα φύλου/σεξουαλικός προσανατολισμός και εκπαιδευτικό επίπεδο- ψυχική υγεία των γονέων και άγχος των γονέων- και σχέσεις γονέα-παιδιού, ικανοποίηση από τη σχέση ζευγαριού, οικογενειακή λειτουργία, κοινωνική στήριξη.
Μια συγκεντρωτική ανάλυση των αποτελεσμάτων 16 από τις 34 μελέτες έδειξε ότι τα περισσότερα οικογενειακά αποτελέσματα ήταν παρόμοια μεταξύ αυτών των δύο τύπων οικογενειών. Και σε ορισμένους τομείς, όπως η ψυχολογική προσαρμογή των παιδιών -ιδιαίτερα των παιδιών προσχολικής ηλικίας- και οι σχέσεις μεταξύ παιδιών και γονέων, ήταν πράγματι καλύτερες στις οικογένειες σεξουαλικών μειονοτήτων.
“Το να μεγαλώνουν τα παιδιά με γονείς που ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες μπορεί να τους παρέχει κάποια πλεονεκτήματα. Έχουν περιγραφεί ως πιο ανεκτικά στη διαφορετικότητα και πιο περιποιητικά προς τα μικρότερα παιδιά από ό,τι τα παιδιά ετεροφυλόφιλων γονέων”, εξηγούν οι ερευνητές.
Όμως, η ανάλυση έδειξε ότι οι γονείς σεξουαλικών μειονοτήτων δεν υπερείχαν σε σχέση με τις οικογένειες διαφορετικού γονικού φύλου, όσον αφορά την ικανοποίηση από τη σχέση του ζευγαριού, την ψυχική υγεία, το άγχος των γονέων ή τη λειτουργία της οικογένειας.
Στους παράγοντες κινδύνου για κακές οικογενειακές εκβάσεις για τις οικογένειες σεξουαλικών μειονοτήτων περιλαμβάνονταν το στίγμα και οι διακρίσεις, η ανεπαρκής κοινωνική στήριξη και η συγκατοίκηση αντί για παντρεμένους γονείς.
“Ο νόμιμος γάμος παρέχει πλήθος προστατευτικών μέτρων και πλεονεκτημάτων στα ζευγάρια που παντρεύονται και στα παιδιά τους”, σημειώνουν οι ερευνητές.
Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης (18 μελέτες) έδειξαν ότι τα παιδιά που ζούσαν σε οικογένειες γονέων σεξουαλικών μειονοτήτων είχαν λιγότερες πιθανότητες να περιμένουν να ταυτιστούν ως ετεροφυλόφιλα, όταν μεγαλώσουν, σε σχέση με τα παιδιά που ζούσαν σε “παραδοσιακές” οικογένειες. “Μπορεί να υπάρχουν λιγότερα στερεότυπα φύλου σε οικογένειες με γονείς μειονοτήτων και η επίδραση αυτή μπορεί να είναι θετική”, προτείνουν οι ερευνητές. “Η εξερεύνηση της ταυτότητας φύλου και της σεξουαλικότητας μπορεί στην πραγματικότητα να ενισχύσει την ικανότητα των παιδιών να επιτύχουν και να ευδοκιμήσουν σε διάφορα πλαίσια”.
Οι ερευνητές, αναγνωρίζουν διάφορους περιορισμούς στα συμπεράσματά τους, όπως ότι οι μελέτες που συμπεριέλαβαν περιορίστηκαν σε περιοχές, όπου οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου έχουν νομιμοποιηθεί και όπου το κοινωνικό κλίμα για τις οικογένειες αυτές είναι γενικά ευνοϊκό.
Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη προέρχονταν, επίσης, από ομοφυλόφιλα και λεσβιακά νοικοκυριά και δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη οι δημογραφικοί παράγοντες που ενδεχομένως επηρεάζουν.
Ωστόσο, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά από οικογένειες σεξουαλικών μειονοτήτων δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τα παιδιά από οικογένειες με γονείς διαφορετικού φύλου.
“Μια συμβολή αυτής της ανασκόπησης είναι η αναγνώριση ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν είναι, από μόνος του, ένας σημαντικός καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη των παιδιών”, γράφουν. “Ένας άλλος… είναι ότι υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες κινδύνου που συχνά συνδέονται με την εμπειρία της σεξουαλικής μειονότητας και τη λειτουργία της οικογένειας, όπως το στίγμα, η φτωχή κοινωνική υποστήριξη και το στυλ των γονέων”.
Και προσθέτουν: “Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οι επαγγελματίες και το κοινό πρέπει να συνεργαστούν για να βελτιώσουν τα αποτελέσματα της οικογένειας, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό”.